RSS

18.4.13

Σαλάτα του... λύκου




Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα μικρό σπιτάκι στο δάσος ζούσε μια μαμά κατσίκα με τα εφτά μικρά κατσικάκια της.
Μια μέρα που έπρεπε να πάει για ψώνια, πριν φύγει, είπε στα μικρά της: «Παιδιά μου, όσο λείπω μην ανοίξετε την πόρτα σε κανένα και να προσέχετε τον κακό λύκο! Θα πω και στη γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας που μένει δίπλα να έχει το νου της.».
Όμως ο λύκος έτυχε να περνά από εκεί κοντά και είδε τη μαμά κατσίκα να φεύγει! Αμέσως έτρεξε και χτύπησε την πόρτα του σπιτιού:
«Ανοίξτε, κατσικάκια μου, είμαι η μανούλα σας!», φώναξε με την αγριοφωνάρα του.
«Φύγε, κακέ λύκε, σε καταλάβαμε!», είπαν τα κατσικάκια. «Η μαμά μας έχει απαλή, γλυκιά φωνή!»
Ο πονηρός λύκος έτρεξε τότε στον μπακάλη και αγόρασε ένα μεγάλο βάζο μέλι. Το έφαγε όλο και η φωνή του έγινε απαλή και γλυκιά. Στο μεταξύ ένα κατσικάκι έτρεξε στο σπίτι της γιαγιάς να της πει ότι ο λύκος πλησίασε το σπίτι τους. Την ίδια ώρα ο λύκος ξαναγύρισε στο σπίτι των εφτά κατσικιών και χτύπησε την πόρτα.
«Ανοίξτε παιδάκια μου, είμαι η μανούλα σας!», φώναξε πάλι.
Όμως τα κατσικάκια είδαν από το παράθυρο το μαύρο πόδι του λύκου και δεν άνοιξαν την πόρτα. «Φύγε, είσαι ο κακός λύκος! Τα πόδια της μαμάς μας είναι άσπρα!», είπαν.
«Μπράβο, κατσικάκια μου! Είστε πολύ έξυπνα.», είπε η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας. «Ο κακός λύκος κατάλαβε ότι δεν μπορεί να σας ξεγελάσει και έφυγε πια. Γυρνάω στο σπίτι μου κι εσείς να προσέχετε πολύ.»
Όμως ο λύκος δεν το ‘βαλε κάτω. Πήγε στο μύλο, βρήκε το μυλωνά και του ζήτησε ένα σακί αλεύρι. Εκείνη τη στιγμή στο μύλο ήταν τα τρία γουρουνάκια. Παραξενεύτηκαν που είδαν το λύκο εκεί και τον παρακολούθησαν. Τον είδαν να αλευρώνει καλά καλά τα πόδια του και να τραβάει κατά το σπίτι των εφτά κατσικιών.
Τα γουρουνάκια ανησύχησαν και έτρεξαν γρήγορα στο σπίτι των φίλων τους, για να τους ειδοποιήσουν, κόβοντας δρόμο μέσα από το δάσος. Όμως, όταν έφτασαν, είδαν το λύκο να χτυπάει και πάλι την πόρτα των εφτά κατσικιών. Τρομαγμένα το ‘βαλαν στα πόδια για να μην τα βρει κανένα κακό.
Στο μεταξύ ο λύκος είπε στα κατσικάκια:
«Ανοίξτε παιδιά μου, γύρισε η μανούλα!».
«Να δούμε το πόδι σου!», απάντησαν εκείνα.
Ο λύκος τούς έδειξε απ’ το παράθυρο το αλευρωμένο πόδι του. Τα εφτά κατσικάκια ξεγελάστηκαν και άνοιξαν. Τότε αντίκρισαν τον κακό λύκο να στέκεται στο κατώφλι του σπιτιού τους.
Τρομαγμένα έτρεξαν να ξεφύγουν. Ένα κρύφτηκε πίσω από την πόρτα. Άλλο πήγε προς το τζάκι... Ο λύκος άρπαξε ένα ένα όλα τα κατσικάκια και τα έχωσε σ’ ένα τσουβάλι για να πάει να τα φάει με την ησυχία του. Μόνο το πιο μικρό κατσικάκι γλίτωσε που είχε κρυφτεί μέσα στο μεγάλο ρολόι του σαλονιού.
Λίγο αργότερα πέρασε από το σπίτι η Κοκκινοσκουφίτσα. Παραξενεύτηκε που είδε την πόρτα ανοιχτή και πλησίασε. Τότε άκουσε κλάματα μέσα από το ρολόι. Το πιο μικρό κατσικάκι που είχε γλιτώσει έπεσε στην αγκαλιά της και της διηγήθηκε ό,τι είχε συμβεί. Η Κοκκινοσκουφίτσα κατατρομαγμένη άρχισε να τρέχει πάνω κάτω και να φωνάζει βοήθεια.
Για καλή της τύχη, έτυχε να έρχεται για επίσκεψη η αγαπημένη της ξαδέρφη, η Στρογγυλοσκουφίτσα. Η Στρογγυλοσκουφίτσα ήταν ένα περίεργο κοριτσάκι. Δε φοβόταν καθόλου το λύκο κι έτσι ξεκίνησε να ψάχνει μέσα στο δάσος για να τον βρει. Στην περιπλάνησή της συνάντησε τα τρία γουρουνάκια που, τρέμοντας από φόβο, της επιβεβαίωσαν το τραγικό γεγονός. Ο λύκος είχε αρπάξει τα έξι κατσικάκια. «Πώς ένα τόσο καλό σκυλάκι μπορεί να κάνει κάτι τόσο κακό; Σίγουρα κάποια παρεξήγηση θα ‘χει γίνει», είπε στα γουρουνάκια η Στρογγυλοσκουφίτσα και συνέχισε το δρόμο της στο δάσος.
Δυο μονοπάτια πιο κάτω συνάντησε τον κυρ Νικολό, το γάιδαρο, που μασουλούσε ατάραχος το χορτάρι του.
«Τι θέλει μικρό κορίτσι σαν κι εσένα να τριγυρνά μόνο του στο δάσος; Δεν ξέρεις πως εδώ ζει ο κακός λύκος;», είπε ο κυρ Νικολός στη Στρογγυλοσκουφίτσα.
«Πολύ θα ‘θελα να συναντήσω αυτό το καλοκάγαθο σκυλάκι με την αστεία μουσούδα!», του απάντησε παιχνιδιάρικα εκείνη.
«Τον συνάντησα λίγο νωρίτερα. Κρατούσε ένα τσουβάλι τόσο φουσκωμένο που δεν μπορούσε να σύρει τα πόδια του. Να φανταστείς, ούτε καν μπήκε στον κόπο να μου ρίξει μια ματιά! Αν θες τόσο πολύ να τον δεις, τράβα σ’ εκείνο το δέντρο με τον παχύ ίσκιο. Εκεί έπεσε και κοιμάται του καλού καιρού.».
Πράγματι, σε λίγο η Στρογγυλοσκουφίτσα βρήκε το λύκο κάτω από ένα δέντρο να κοιμάται ροχαλίζοντας και δίπλα του ένα τεράστιο τσουβάλι να κινείται και να… βελάζει. Με γρήγορες κινήσεις το θαρραλέο κοριτσάκι έλυσε τον κόμπο του τσουβαλιού κι από μέσα ξεπετάχτηκαν σώα και αβλαβή και τα έξι κατσικάκια.
«Εσείς πηγαίνετε στο σπίτι των τριών γουρουνιών που είναι εδώ δίπλα και να μείνετε εκεί ώσπου να έρθω. Εγώ θα πω δυο λόγια με το άταχτο αυτό σκυλάκι», είπε στα κατσικάκια κι εκείνα υπάκουσαν.
Τότε η Στρογγυλοσκουφίτσα έβγαλε από την τσέπη της μια τρομπέτα και… «ΤΑ ΡΑ ΤΑ ΤΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!» Ο καημένος ο λύκος πετάχτηκε τρομοκρατημένος τόσο πολύ που η καρδιά του κόντεψε να σπάσει. Χωρίς να σταθεί ούτε λεπτό, το ‘βαλε στα πόδια και… ακόμα τρέχει!
 «Πάει ο κακός ο λύκος! Γλιτώσαμε!», φώναξαν τα κατσικάκια χοροπηδώντας γύρω από τη Στρογγυλοσκουφίτσα που τους χαμογελούσε ευχαριστημένη.
Έτσι λοιπόν τα κατσικάκια επέστρεψαν σπίτι τους και στην αγκαλιά της μαμάς κατσίκας. Εκείνη, ευτυχισμένη που σώθηκαν τα παιδάκια της, ετοίμασε ένα ωραίο και πλούσιο γεύμα και κάλεσε όλους όσοι βοήθησαν να τελειώσει ευχάριστα αυτή η περιπέτεια. Ήρθε και η κυρα-Μάρω, η αλεπού, που συνάντησε το λύκο να τρέχει τόσο τρομαγμένος και να πέφτει λιπόθυμος στα πόδια της. Εκείνη τον συνέφερε και σ’ εκείνην ορκίστηκε ότι δεν επρόκειτο να ξαναπειράξει κανένα ζώο σε κανένα παραμύθι. Η υπόληψή του ως «κακός λύκος» είχε σβήσει για πάντα και τώρα πια είχε μια θέση στο τραπέζι όλων των παραμυθοηρώων ως ισάξιο μέλος.
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς… καλύτερα!  


Μαριλία Κωστάκη
16.4.2013







Υλικά για την παραμυθοσαλάτα μας:
·         Ο λύκος και τα εφτά κατσικάκια, εκδ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
·         Τα τρία γουρουνάκια, εκδ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
·         Σε εξελίξεις η Κοκκινοσκουφίτσα με λίγα λόγια, Μαρία Ρουσοχατζάκη, εκδ. ΛΟΓΟΣ
·         Η Στρογγυλοσκουφίτσα, Geoffroy de Pennart, εκδ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
·         Ο λύκος κι ο γάιδαρος, παραμύθι ήχου, αφήγηση Ν. Πιλάβιος

0 χεράκια ψηλά: